-
1 αὐτόπυρος
αὐτό-πῡρος, ὁ,A of whole wheaten meal,ἄρτος Alex.121
, Gal.15.577, PPetr.3p.179; opp. σητάνειος, Plu.2.466d:—also [suff] αὐτο-πῡρίτης [ῑ], ου, ὁ, Phryn.Com.38, Hp.Int.20,22, Luc. Pisc.44.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αὐτόπυρος
-
2 σητάνειος
σητάνειος [ᾰ], ον, Plu.2.466d, Favorin. et Orus ap.EM711.49,50; [full] σητάνιος, α, ον, Hp.(v. infr.), Dsc. (v. infr.), etc.; [dialect] Att. [full] τητάνιοςA v.l.for σητ-in Poll.6.73; [dialect] Dor. [full] σᾱτάνιος Sch.Ar.Nu. 624:— of this year, σ. πυροί this year's, i.e. spring-wheat, Hp.Acut.(Sp.) 53, Dsc.2.85 (v.l. σιτ-), cf. 101 (v.l. σιτ-)ἐν πυρῶν κρίμνοις.. σητανίοις Hp.Mul.1.50
(v.l. σιτ-), Nat.Mul.57; πυροὶ σιτάνιοι (v.l. σητ-) καὶ ἀλευρῖται, opp. σεμιδαλῖται, Ath.Med. ap. Orib.1.2.2;σ. κρόμυα Thphr.HP7.4.7
;μῆλα Diph.Siph.
ap.Ath.3.81a;σ. ἄλεμρον Hp.Acut.
(Sp.) 63, Dsc.2.85 (pl.);σ. ἄλητον Hp.Acut.
(Sp.) 70, Art.36;ἄρτος Plu.2.466d
(v.l. σιτ-), Anon. in EN 449.10:—cf. σητινός. (Derived by Gal.18(1).469, Sch.Ar.l.c. from σῆτες = τῆτες, by Suid., Eust.1792.4, Zonar. from σήθω, as if 'sifted, bolted'; the exact meaning and spelling of σητάν (ε) ιος are uncertain; Plin. has sitanius HN22.139, setania ib.19.101; σ. ἄρτος is opp. αὐτόπυρος ἄρτος in Plu. l.c., Anon. in EN l.c.; σατάνειος (q.v.) is prob. not cogn.)Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > σητάνειος
-
3 σητάνιος
σητάνιος, durchgesiebt, gesichtet; dah. σ. ἄλευρα, das feinste Mehl, ἄρτος, Brot vom feinsten durchgesiebten Mehl, Sp.; im Ggstz von αὐτόπυρος, Plut. tranqu. an. 3; σητάνια μῆλα, Ath. II, 81 a; σητάνιος πυρός, eine Weizenart, Theophr. Andere wollten es von σῆτες ableiten u. heuriger od. Sommerweizen erkl., u. ἄλευρα σητάνεια = Mehl von Sommerweizen.
-
4 ξηροπυρίτας
A = αὐτόπυρος, Ameriasap.Ath.3.114c.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ξηροπυρίτας
-
5 ψηροπυρίτας
A = αὐτόπυρος, Hsch.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > ψηροπυρίτας
См. также в других словарях:
ψηροπυρίτας — Α (κατά τον Ησύχ.) «αὐτόπυρος ἄρτος οἱ δὲ πυριεφθής, οἱ δὲ κακός». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψηρός + πυρίτης (II) «σταρένιο ψωμί»] … Dictionary of Greek
συγκομιστός — ή, όν, Α [συγκομίζω] 1. αυτός που έχει συγκομιστεί και συγκεντρωθεί σε έναν τόπο 2. φρ. α) «συγκομιστὰ διαιτήματα» τροφή ανάμικτη β) «συγκομιστὰ δείπνα» δείπνα που γίνονταν μετά από έρανο γ) «ἄρτος συγκομιστός» άρτος αυτόπυρος*, ψωμί… … Dictionary of Greek